η μελωδια τησ ψυχησ |
….
Πρέπει λοιπόν, είπε, αυτός που βαδίζει σωστά προς αυτό το πράγμα να αρχίζει από τότε που είναι νέος να πλησιάζει τα ωραία σώματα, και πρώτα, εφόσον τον καθοδηγεί σωστά ο καθοδηγητής, να ερωτεύεται ένα σώμα και να γεννάει εκεί ωραίους λόγους, κι έπειτα να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σε οποιοδήποτε σώμα είναι αδερφή της ομορφιάς του άλλου σώματος Και αν πρέπει κανείς να επιζητεί την ομορφιά της μορφής, θα ήταν μεγάλη ανοησία να μην θεωρεί ότι είναι ένα και το αυτό πράγμα η ομορφιά που υπάρχει σε όλα τα σώματα. Όταν το αντιληφθεί αυτό, θα γίνει εραστής όλων των ωραίων σωμάτων, και θα χαλαρώσει την σφοδρή προσήλωση του στο ένα, θεωρώντας την ανάξια του και μικρής σημασίας. Μετά απ’ αυτά, θα θεωρεί πολυτιμότερη την ομορφιά της ψυχής από του σώματος, έτσι ώστε αν κάποιος είναι ως προς την ψυχή του αξιόλογος, ακόμα κι αν έχει πολύ μέτρια ομορφιά, Θα του είναι αρκετό να τον ερωτευτεί και να τον φροντίζει, και να γεννάει και να αναζητεί τέτοια λόγια, που να κάνουν καλύτερους τους νέους. Έτσι θα αναγκαστεί να δει και την ομορφιά που υπάρχει στις ασχολίες και στις συνήθειες, και θα αντιληφθεί ότι όλα αυτά είναι συγγενικά μεταξύ τους, ώστε θα θεωρήσει την ομορφιά του σώματος κατι χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Μετά από τις ασχολίες θα οδηγηθεί στις γνώσεις, για να δει πάλι και την ομορφιά των γνώσεων και βλέποντας ήδη τη μεγάλη έκταση του ωραίου, παύει πια, Σαν δούλος, να αγαπάει την ομορφιά ενός νεαρού ή καποιου ανθρώπου ή μιας ασχολίας και μέσα σ’αυτή τη δουλεία να είναι μηδαμινός και μικρόλογος ̇̕ αλλά στραμμένος προς το μεγάλο πέλαγος του ωραίου και κοιτάζοντας το, πολλούς και ωραίους και μεγαλοπρεπείς θα γεννήσει λόγους και σκέψεις μέσα στην ανεξάντλητη αγάπη του για τη γνώση, εως ότου δυναμώσει και ωριμάσει εκεί, διακρίνει τη μία και μόνη γνώση, που είναι η γνώση του ωραίου, για την οποία θα σου μιλήσω… Προσπάθησε όμως, είπε, να προσέχεις όσο μπορείς περισσότερο. Όποιος λοιπόν εδώ ως προς τα ερωτικά διαπαιδαγωγηθεί, βλέποντας σωστά το ένα μετά το άλλο τα ωραία, έχοντας ήδη φτάσει προς το τέλος των ερωτικων , ξαφνικά θα αντικρίσει μια θαυμάσια ως προς τη φύση ομορφιά, εκείνο ακριβώς, Σωκράτη, για το οποίο υπήρξαν όλοι οι προηγούμενοι κόποι: Πρώτα απ’όλα είναι αιώνιο και ούτε γεννιέται ούτε χάνεται, ούτε αυξάνεται ούτε ελαττώνεται, κι έπειτα δεν είναι από τη μια αποψη ωραίο, από την άλλη άσχημο , ούτε άλλοτε ωραίο, άλλοτε όχι, ούτε εδώ ωραίο, εκεί άσχημο, σα να ήταν για μερικούς ωραίο, για μερικούς άσχημο. Ούτε πάλι θα του φανερωθεί το ωραίο σαν πρόσωπο ή χέρια ή κανένα άλλο σωματικό χαρακτηριστικό, ούτε σαν λόγος ή σαν γνώση, ούτε σα να υπάρχει σε κάτι άλλο, όπως σε μια ζωντανή ύπαρξη είτε στη γη είτε στον ουρανό είτε κάπου αλλού, Αλλά σαν κάτι που υπάρχει μόνο του με τον εαυτό του, με ενιαία μορφή, αιώνιο, και όλα τα άλλα ωραία μετάχουν εκείνου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε όταν γεννιούνται τα άλλα και χάνονται, εκείνο ούτε να αυξάνεται ούτε να ελαττώνεται καθόλου, ούτε να παθαίνει τίποτα. Όταν λοιπόν κάποιος,, χάρη στην ορθή αντίληψη του για τον έρωτα των νεαρών, αφήνοντας αυτά εδώ και ανερχόμενος αρχίζει να βλέπει εκείνο το ωραίο, τότε σχεδόν αγγίζει το τέλος . ΠΛΑΤΩΝ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (η περί έρωτος)» (απόσπασμα) painting: Symposium (Oil on Canvas), by Anselm Feuerbach Σε επέτειο εικόνων, ακολουθώντας τις μνήμες παρελαύνει η τέφρα Σημαιοφόροι τα λάθη. Στα επίσημα η σιωπή …. Χειροκροτεί ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΟΥΤΣΙΑΣ «Στα προάστια των τίτλων» 2022, εκδ. Οδός Πανός Σκλήρυνε τόσο των ανθρώπων η καρδιά, που δεν υπάρχει πια αγάπη για κανένα κι είναι η ζωή κι η ατμόσφαιρα βαριά, για τους πολλούς ανθρώπους και τον ένα Ψάχνεις γι’ αλήθεια και δεν βρίσκεις πουθενά, παρά μονάχα ψέμα κι άλλο ψέμα κι ο κόσμος έχει καταντήσει, να ζητά σάρκα παντού και όχι πνεύμα. Όμως με αυτή την στάση αντί μπροστά , η Ανθρωπότητα βαδίζει και πηγαίνει όλο πιο πίσω, μα Εσυ προχώρησε σωστά, μακριά απ’ το δρόμο αυτό που πουθενά δεν βγαίνει ΛΕΥΤΕΡΗΣ Β. ΤΖΟΚΑΣ «Ανωνύμου Δοκίμια» 2017 εκδ. ΑΘΛΕΠΟΛΙΣ Σαλεύουν τα φύλλα ευθυμιάζοντας στην ανίερη βλάστηση της εποχής σαν αντιβρόχιο στην όχθη του χρόνου. Σαν τ’αρμυρίκια στ’ ακρόχειλο ρεύμα πίνεται φως και θάλασσα με το χάραμα ριζωμένα κι’αφτάδελφα με το βράχο! Ομηρικός κωπηλάτης ο στίχος αιωρείται της εποχής – ρωτώντας- πως της ελευθερίας το άθροισμα ελευθερώνεται στους αιώνες; Τα σπλάχνα μου υπερχείλισαν πάλι στη προοπτική της εκούσιας επανόδου! Ας είναι ο ήχος – ο δικαστής του ανέμου Ας είναι ο ήχος – που καταπραΰνει το βρέφος. Ξεπλένοντας τους σκονισμένους χάρτες μη σβήσουμε τη γοερά πολιτεία και την ελπίδα των παιδιών μας. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ «Ερωτήματα Ψυχής» 2018, εκδ. Δρόμων «Και διηγώντας τα να κλαις» 3ο μέρος (απόσπασμα) Η Σμύρνη μάνα μ’ καίγεται, καίγεται και ο βιος μας, ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας». Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Μαχαίρι και φωτιά. Οι Τσέτες έφιπποι μπήκαν στη Σμύρνη στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, αλαλάζοντας με όπλα και σπαθιά κι έβαλαν φωτιές στις χριστιανικές συνοικίες. Ο άνεμος διευκόλυνε το καταστροφικό τους έργο. Για τη σιγουριά του καθολικού εμπρησμού, οι Τούρκοι έριξαν εμπρηστικές βόμβες σε σημαντικά σημεία και κτίρια της παραλίας, την ελληνική λέσχη (το Κλουμπ), το μεγαλοπρεπές Θέατρο της Σμύρνης, το Ξενοδοχείο «Κραιμερ» κλπ. όπου οι φλόγες καταβρόχθιζαν την πανέμορφη ελληνική συνοικία. (news247.gr) Η Τουρκάλα δημοσιογράφος Ayse Hur το 2019 στην εφημερίδα «Ραντικαλ», αναφέρθηκε σε άρθρο του υπασπιστή του Κεμαλ στην εφημερίδα «Τζουμχουριετ» του 1939, όπου περιγραφόταν οι συνθήκες της πυρκαγιάς. Το άρθρο αποκαλύπτει πως ο Κεμαλ με τη σύντροφο του Λατιφε παρακολουθούσαν την πυρκαγιά και τη ρώτησε εάν η οικογένεια της εχει περιουσιακά στοιχεία στην περιοχή που καιγόταν. Η δημοσιογράφος γράφει ότι η Λατιφέ του απάντησε « Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μου είναι εκεί. Αλλά Πασά μου, ας καούν όλα, εσείς να είστε καλά. Όταν υπάρχουν τέτοιες ευτυχισμένες μέρες, τι σημασία έχει η περιουσία; Σώθηκε η πατρίδα. Στο μέλλον μπορούμε να τα ξαναχτίσουμε». Ο Κεμαλ της απάντησε ευχαριστημένος : «Ναι, ας καούν και ας καταρρεύσουν, όλα μπορούν να επουλωθούν». Αργότερα πρόσθεσε: « Έτσι τους ξεφορτωθήκαμε για πάντα». «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί;» επιγράφει το άρθρο του, στην εφημερίδα Today’s Zaman, ο έγκριτος Τούρκος δημοσιογράφος Orhan Kemal Cengiz και παραδέχεται πως η Σμύρνη πυρπολήθηκε από τους νικητές, θεωρώντας αυτήν την καταστροφή ως μοναδικό τρόπο να απαλλαγούν από τις μειονότητες. Άλλος διακεκριμένος Τούρκος δημοσιογράφος ο Flih Rifki Atay, στέλεχος του Κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος, τις διατυπωσεις του περι Τουρκικής ευθύνης τις αναπτύσσει στο βιβλίο του “Can Kaya” που ρωτά σε πρώτο πληθυντικό « Γιατί κάψαμε την Σμύρνη;» και απαντά: «Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες … θεωρούσαμε ότι το καθετί που έμοιαζε με Ευρώπη, ήταν μοιραίο να παραμείνει Χριστιανικό και ξένο, γι’ αυτό κι εμείς έπρεπε να το αποβάλλουμε. Καίγαμε όλες τις κατοικημένες περιοχές γιατί είχαμε ακριβώς αυτό το φόβο». Άλλος δημοσιογράφος ο Emre Akyoz , σε άρθρο του (8 Απριλίου 2010) θυμίζει και υποστηρίζει ότι «η Σμύρνη καηκε συνειδητά από τον Νουρεντίν Πασά, σκληρό ανθέλληνα και νεότουρκο, στον οποίο ο Κεμαλ ανέθεσε την πλήρη ευθύνη για την κατειλημμένη πόλη». Ο ισχυρισμός και η πάγια θέση της Τουρκίας είναι πως οι Ελληνες έβαλαν φωτιά. Αυτό βέβαια την απαλλάσσει από κάθε ευθύνη ηθικής και υλικής αποζημιώσεως , συγχρόνως δε προβάλλει μια καλή εικόνα και από «θύτης» εμφανίζεται ως «θύμα». Μαύροι πυκνοί καπνοί σκέπασαν τον ουρανό . Η εικόνα ζοφερή, του Άδη, Κόλαση! Εδώ στην φλεγόμενη αλλά και καιόμενη κοσμοπολίτικη Σμύρνη, τώρα θα παιχθεί το τελευταίο επεισόδιο της τραγωδίας του 1922, που Έλληνες και ξένοι ιστορικοί και λογοτέχνες έγραψαν συγκλονισμένοι για την καταστροφή και το αποτρόπαιο τέλος της. Φωτιά καίει την ευλογημένη Ιωνική Γη και την όμορφη ζωή των ανθρώπων της. Κι ενώ οι Σμυρνιοί έπιναν ήρεμα τον καφέ και το τσάι τους , βρέθηκαν έντρομοι έξω από τα σπίτια τους, ακούγοντας το ποδοβολητό των αλόγων και τις βροντερές χαιρέκακες ιαχές των Τούρκων .Έκπληξη, τρόμος και λαχτάρα τους περίμενε. Έγιναν μάρτυρες μιας τραγωδίας . «Φωτιάαα, έρχονται Τούρκοι, κρυφτείτε, σωθείτε!» «Όποιος μπορέσει ας σωθεί η Σμύρνη καίεται» φώναζαν αλλόφρονες σαν ντελάληδες . Ο πανικός αποδιοργάνωνε τον κόσμο, άφησαν τα σπίτια ανοιχτά, έρμαια στις φλόγες, με τις φαγιάντσες τους τις πορσελάνες τους πάνω στα τραπέζια, στρωμένα με τα κολλαριστά λινά και μεταξωτά τραπεζομάντιλα και έτρεχαν στους δρόμους να βρουν τους δικούς τους. Δεν πρόλαβαν ούτε τα στοιχειώδη να μαζέψουν. Μόνες οι δυστυχισμένες γυναίκες με τα παιδιά τους , πήραν το δρόμο της προσφυγιάς στο άγνωστο, αφήνοντας πίσω τους άνδρες ηλικίας από 17-55 ετών τους οποίους οι Τούρκοι έστειλαν σε στρατόπεδα εργασίας, αλλιώς κρανίου τόπους. «Οι Μανάδες μας έφυγαν με την ψυχή τους και την ευθύνη για τις ψυχές των παιδιών τους, αφού απαγορευόταν η έξοδος χρυσών αργυρών νομισμάτων και τιμαλφών από τη χώρα. Όσοι πρόλαβαν μάζεψαν, γρήγορα σε μια βαλίτσα τα χαρτιά τους, δυο ρούχα, δυο αλλαξιές», έλεγε ο θείος μου Βαγγέλης Σμηριώτης γνωστής οικογένειας της Σμύρνης, με το χιούμορ που διέθετε γελώντας ειρωνικά. Δεν ήταν λόγου χάριν η φράση: «Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα» Ήταν μια θλιβερή αλήθεια . Οι άρρωστοι στα νοσοκομεία, οι ηλικιωμένοι, οι ανάπηροι, όσους δεν πρόλαβαν να σηκώσουν στην πλάτη τους οι νεότεροι για να τους μεταφέρουν, δυστυχώς έμειναν τυλιγμένοι στις φλόγες… Κατ’ εκείνη τη στιγμή οι έφιπποι Τσέτες στο διάβα τους με σαρκαστικά γέλια σκορπούσαν τον θάνατο, έκοβαν κεφάλια και τρυπούσαν σώματα αδιακρίτως . Πάνω στη μέθη του αίματος, σκότωναν άοπλους., γυναίκες, παιδιά, όποιον έβλεπαν μπροστά τους. Παντού ματωμένα άψυχα κορμιά που ποδοπατούσε ο κόσμος που έτρεχε να φθάσει στη μόνη διέξοδο στην προκυμαία για την απόβαση σωτηρίας, να μπει σε κάποιο πλοίο. Ο «σώζων εαυτόν σωθήτω» οι απελπισμένοι επιβιβάζονται σε όποιο πλωτό μέσον εύρισκαν για να σωθούν από τις φλόγες και το μαχαίρι. Κάποιες βάρκες βούλιαξαν στο λιμάνι από τους υπεράριθμους που είχαν επιβιβαστεί. Άλλα καΐκια προσέγγιζαν τα συμμαχικά πλοία, όπου πιάνονταν οι διωγμένοι να επιβιβαστούν και οι σύμμαχοι, με την δικαιολογία πως θα πάρουν τους δικούς τους πολίτες, χωρίς οίκτο τους έκοβαν τα χέρια, οπότε αιμόφυρτοι έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν. Οι γιαγιάδες έλεγαν ότι καθώς τα καΐκια απομακρύνονταν σκόνταφταν σε επιπλέοντα πτώματα. Πόσο μακάβρια εμπειρία; Πως ξεπερνά κανείς τέτοιο βίωμα; Σε άλλα σημεία των παραλίων νοτιότερα, οι επιβιβαζόμενοι πλήρωναν οι ίδιοι τα καΐκια που τους μετέφεραν στα νησιά Ρόδο, Κύπρο και από εκεί πάλι με δικά τους έξοδα να φθάσουν στον Πειραιά. Η Ιωνία έζησε μέρες Αποκάλυψης. Στις ατελείωτες ουρές που σχηματίστηκαν απ τους απελπισμένους, κάποιοι Τούρκοι, εντεταλμένοι ή όχι «Κύριος Οίδε», ήλεγχαν αποσκευές, άνοιγαν μέχρι και τα ξερά σύκα , - ξηρά τροφή για το ταξίδι στο άγνωστο – που είχαν μαζί τους οι διωγμένοι, μήπως μέσα βρουν λίρες ή χρυσαφικά . Οι πρόσφυγες γνωρίζοντας καλά του Δημοσθένη το γνωμικό, «δει δε χρημάτων και ανευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων» έκρυψαν χρήματα στα πιο απίθανα μέρη. Σε φόδρες ρούχων, σε μπαστούνια, σε διπλές κάλτσες ανάμεσα στα παπούτσια κλπ. Σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, τους χρυσούς σταυρούς που φορούσαν οι γυναίκες, οι επόπτες τα τράβαγαν με λύσσα από λαιμούς και αυτιά τραυματίζοντας τες. Θυμάμαι μικρή, τους κομμένους λοβούς των αυτιών της γιαγιάς Μαριάνθης, όταν στην ερώτηση τι έπαθαν τα αυτιά της, η λακωνική απάντηση της ήταν : «Οι Τσέτες τράβηξαν τα σκουλαρίκια μου» . Ακόμη και στις φασκιές των βρεφών έψαχναν μήπως βρουν χρυσό. Βλέποντας η γιαγιά Ανέζα από μακριά το πλιάτσικο που γινόταν, ευτυχώς πρόλαβε και έβαλε γρήγορα στις κάλτσες της τους βαπτιστικούς σταυρούς των αγοριών της, στο στόμα της τα τιμαλφή που φορούσε και παπούτσια των αγοριών της, κάποια πεντόλιρα και λίρες Αγγλίας. Αυτά κατάφερε να σώσει και να φέρει κάτι μαζί της στο νέο τόπο, μόνη της με τρία παιδιά, τον Παύλο 8 ετών που έσερνε μια βαλίτσα πιο μεγάλη απ’ το μπόι του και ένα κηίμι (κανάτι σιδερένιο) με νερό, την μικρή αδελφή της Χρυσάνθη 14 ετών που κρατούσε το 20 ημερών λεχούδι τη μητέρα μου και η ίδια της που κρατούσε τον μικρό 4 ετών Μιχαλάκη μη τον χάσει και ένα μποξά με ρουχαλάκια πρώτης ανάγκης. Ο παππούς Γιάννης Λυκούνης ήταν ήδη στην εξορία, αφού προηγουμένως είχε καταβάλει πετέλια – κατά κεφαλήν φόρος – προκειμένου να αποφύγει την εξορία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Νεότουρκων. Ο παππούς μου Γιάννης και ο αδελφός του Κωνσταντής, ήταν εύποροι έμποροι. Οι Τούρκοι γνώριζαν την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας κι έτσι τους είχαν αφήσει να πιστέψουν ότι μπορούσαν να αποφύγουν την εξορία καταβάλλοντας χρήματα, πράγμα που έκαναν. Ο παππούς, τρεις φορές κατέβαλε ένα δερμάτινο πουγγί μεγάλου μεγέθους γεμάτο λίρες Αγγλίας, όπως μας διηγείτο ο Θείος Παύλος, αδελφός της μητέρας μου. Τέλος ο έφιππος Τούρκος επόπτης, ο μέχρι χθες φίλος, γείτονας, ή υποτακτικός, αφού πρώτα πήρε το τελευταίο πουγκί, είπε στον παππού μου αυταρχικά: «και τώρα γκιαούρη πέσε μπρος μου» και τον συνέλαβε. Άραγε οι επόπτες που εισέπρατταν τα πετέλια ήταν εντεταλμένοι της τουρκικής κυβέρνησης ή δρούσαν ληστρικά αυτοβούλως;; Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» λέει ο Μένανδρος. Ευγνώμονες για πάντα είναι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στον φιλάνθρωπο Αμερικανό Πάστορα Άζα Κεντ Τζένινκγς, υπάλληλο της Χριστιανικής Οργάνωσης Νέων (YMCA) στη Σμύρνη. Σοκαρισμένος από την τραγωδία της σφαγής και απογοητευμένος από τη αρνητική στάση των 21 συμμαχικών πολεμικών πλοίων εντός του λιμανιού, να μεταφέρουν Έλληνες πρόσφυγες, πλήρωσε μεγάλο ποσόν 6.000 λίρες από την τσέπη του, προκειμένου Ιταλικό πλοίο να δεχθεί να μεταφέρει 2.000 καταφρονημένους ανθρώπους στη Μυτιλήνη. Αμέσως μετά, παριστάνοντας τον Πρόεδρο της Αμερικάνικης Επιτροπής Αρωγής, ενώ ο Πρόεδρος είχε φύγει εγκαίρως, κατάφερε να αποσπάσει από τον Κεμάλ εύνοια, ώστε να εισέλθουν στο λιμάνι της Σμύρνης ελληνικά πλοία, - έστω χωρίς σημαία, κατ’ εντολήν του. Προηγουμένως είχε ζητήσει τρεις φορές την άδεια της Ελληνικής Κυβέρνησης, να πλεύσουν σε βοήθεια τα αγκυροβολημένα πολεμικά μας πλοία από Μυτιλήνη και να παραλάβουν τις χιλιάδες εκδιωχθέντων αμάχων, μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα. Τελικά, τα κατάφερε απειλώντας με διαπόμπευση, για κυβερνητική ολιγωρία και αφού κινητοποίησε τον Ελληνικό μηχανισμό, έσωσε πάνω από 40.000 ανθρώπους. Επίσης ευγνώμονες είναι, για την αρωγή της ηρωίδας Αμερικανίδας Esther Lovejoy γιατρού, που παρέμεινε αυτή την φρικαλέα ώρα στην προκυμαία, βοηθώντας όσους αρρώσταιναν, πέθαιναν ή γεννούσαν. Η παρουσία της και η παρηγοριά της ανεκτίμητη προσφορά στον άνθρωπο. Όταν πήγε στην Αμερική, συγκέντρωσε τεράστια χρηματικά ποσά για τους πρόσφυγες συγκλονισμένη όπως έγραψε: «από την μεγαλύτερη αποδημία στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους» . «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η» Μένανδρος 342-292 π.Χ. . . ΑΡΕΤΗ (ΡΙΤΑ) ΝΑΣΤΟΥ - ΜΥΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ------------------------- πηγή: το περιοδικό Λογοτεχνική Δημιουργία της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών |
Archives
March 2024
Categories
All
|