η μελωδια τησ ψυχησ |
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας- σ’άλλους Τ’αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες Ή το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα Ένα σωρό ποιήματα άγραφα . ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ . art: August Rodin "two hands" [...]
«Δεν μπορούμε ν’αλλάξουμε την πραγματικότητα , λεει ένας αγαπημένος μου Βυζαντινός μυστικός∙ ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα». Αυτό έκανα όταν ήμουν παιδί ∙ αυτό κάνω και τώρα στις πιο δημιουργικές στιγμές της ζωής μου. Τι θάματα, αλήθεια, είναι το μάτι, το αυτί, το μυαλό του παιδιού , πως ρουφούν αχόρταγα τον κόσμο τούτο και γεμίζουν ! Ένα πουλί με κόκκινες, πράσινες, κίτρινες φτερούγες, ο κόσμος ∙ και πως το κυνηγάει το παιδί να το πιάσει ! Αληθινά, τίποτα δεν μοιάζει περισσότερο με το μάτι του Θεού όσο το μάτι του παιδιού,[...] ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ - απόσπασμα "Αναφορά στον Γκρέκο", εκδόσεις Καζαντζάκη […] Κάθε φιλί που ανταλλάσει η γηραιά ηδυπαθής συνήθεια με τους εκάστοτε ζιγκολό καπνούς ταχείας καύσεως είναι. Βραδύτερη ποιότης ερώτων δεν ευρέθη. […] . . ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - αποσπασμα «ενός λεπτού μαζί», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016 . photo: Marlene Dietrich by George Hoyningen-Huene, 1936 Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ, ήμουν αλάλητο πουλί, δέκα χρονών αγόρι Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ’ανθισμένα - Μάρω, ένα λόγο θα σου πω. Μάρω, της είπα, σε αγαπώ, τρελαίνομαι για σένα Από την μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα και μου πε :- Για αναστεναγμούς, για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα. Μεγάλωσα και την ζητώ …μ’αλλον ζητά η καρδιά της και με ξεχνάει τ’ορφανό Εγώ όμως δεν το λησμονώ ποτέ το φιλημά της . . ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ . Photo by David-foto Έτσι
πού έχτισες τον κόσμο σου Προτού να τον εσώσεις… ίσως χρειαστεί να τόν γκρεμίσεις Είσαι Έτοιμος δια τούτο; . . ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΨΑΡΑΔΑΚΟΣ . painting by Michelangelo "the creation of Adam" (detail) Έβαλε τον καφέ μέσα στο φλιτζάνι Έβαλε το γάλα μέσα στο φλιτζάνι του καφέ Έβαλε τη ζάχαρη μέσα στον καφέ με το γάλα Με το μικρό κουτάλι ανακάτεψε Ήπιε τον καφέ με το γάλα Κι ακούμπησε το φλιτζάνι χωρίς να μου μιλήσει Άναψε ένα τσιγάρο Έκανε δαχτυλίδια με τον καπνό Έβαλε τις στάχτες μέσα στο τασάκι Χωρίς να μου μιλήσει Χωρίς να με κοιτάξει Σηκώθηκε Φόρεσε στο κεφάλι το καπέλο του Έβαλε το αδιάβροχό του Γιατί έβρεχε Κι έφυγε Κάτω από τη βροχή Χωρίς μια κουβέντα Χωρίς να με κοιτάξει Κι εγώ πήρα το κεφάλι μου στα χέρια Κι έκλαψα . . ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ . painting :Emerico Imre Toth Phlebas The Phoenician, a fortnight dead Forgot the cry of gulls, and the deep sea swell And the profit and loss. A current under sea Picked his bones in whispers. As he rose and fell He passed the stages of his age and youth Entering the whirlpool. Gentile of Jew O you who turn the wheel and look to windward, Consider Phlebas, who was once handsome and tall as you. T.S. ELIOT source:http://www.blackcatpoems.com . painting: Ivan Konstantinovich Aivazovsky Πως πάλιωσε έτσι
τούτος ο κόσμος. Ούτε μια νεότητα δε σου συγχωρεί. . ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΚΑΣ . photo: Federico Erra Δειλανδρώ μπρος στη γεμάτη μένος μορφή σου Η δεκτική σου ματιά αλληλοσπαράζεται με τη δική μου. Χτίζεις μαχαίρια ατσαλένια γύρω απ’την νίκη σου. Ξέρω πως ηττούμαι και γι’αυτό υποκύπτω, Σαν ξεχασμένος Δελφίς, που μου πήραν την πόλη Ενώ κοιμόμουνα- Φταίω, ας μην ξεχνιόμουνα! ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΕΠΠΑΣ "Tης Mοναξιάς τα Επινίκια", Αθήνα 2015, εκδόσεις Πέντανδρον iii
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα Επειδή σ’αγαπώ και στην αγάπη ξέρω Να μπαίνω σαν Πανσέληνος Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’αχανή Σεντόνια Να μαδάω γιασεμιά – κι εχω τη δύναμη Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω Μεσ’από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας Στοές Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε Ακουστά σ’έχουν τα κύματα Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε» Τριγύρω στον λαιμό στον όρμο Πάντα εμείς το φως κι η σκιά Πάντα εσυ τ’αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό Πλεούμενο Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά Που μεγαλώνει Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το Εξαργυρώνει: Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από ‘σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν’αγριεύουν οι άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ για σένα και για μένα. . . ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «το μονόγραμμα», εκδόσεις Ίκαρος |
Archives
March 2024
Categories
All
|