η μελωδια τησ ψυχησ |
[...]
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα, Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο· Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο. Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη, Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι· Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει: Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει. Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της. [...] . ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Απόσπασπασμα : Σχεδίασμα β’ «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Τι να πρωτο θυμηθώ αλήθεια, απ’αυτή τη γειτονιά. Το σπίτι μας έβλεπε στην κεντρική και μοναδική πλατεία του συνοικισμού. Γύρω γύρω ήταν πολλά χαμόσπιτα σαν το δικό μας και μερικά χειρότερα. Στη μέση της πλατείας βρισκόταν ο βόθρος που κατάπινε κάθε μέρα όλα τα βρωμόνερα από τα νοικοκυριά, γιατί, κανένα μα κανένα παράπηγμα δεν είχε αποχέτευση. Κάτω από κάθε νεροχύτη, υπήρχε ένας κουβάς για να μαζεύει τα γλιδόνερα και κάθε νοικοκυρά πολλές φορές την ημέρα, πήγαινε ν’αδειάσει τον κουβά της. Αυτό και τώρα που το θυμάμαι αισθάνομαι αηδία ή ναυτία πιο σωστά. Στη βιάση τους οι πιο πολλές νοικοκυρές, να τελειώνουν με το βόθρο, ή γιατί σιχαινόταν να πιάσουν το καπάκι που είχε το φρεάτιο, σχεδόν πάντα τον άφηναν ανοικτό. Αυτή η πλατεία λοιπόν με τον ευωδιάζοντα και αναθυμιάζοντα βόθρο, ήταν ο χώρος, το φυσικό περιβάλλον, θα λέγαμε τώρα, που παίζαμε ολημερίς εμείς τα παιδιά, πότε κυνηγητό, πότε κρυφτό, πότε τσιλίκι και πότε τσέρκι[…]
. ΘΕΜΙΣ ΣΤΑΦΥΛΑ - απόσπασμα κειμένου σελ. 16 "Η γειτονιά" απο το ιστόρημα "Η τρώγλη" 2η έκδοση, βιβλιοπωλείο Χρυσάφη Πανέζη Για μιαν αμαρτία θα φύγουμε
που δεν φιλήσαμε ταπεινά τ΄αυγινά στήθη του ήλιου στους λόφους του πρόσκαιρου κόσμου Τ΄αποκριάτικα βιτρώ των εκπτώσεων και τη λιπόσαρκη γοητεία του ονείρου !! Τ΄απρόσμενα χείλη της άνοιξης και των οξειδωμένων αιγιαλών την εντροπία Τ΄ολοκαύτωμα της αγάπης σου στην αποδημία της λέξης που δύει Για μιαν αμαρτία θα φύγουμε που δεν σταυροκοπήθηκε η αυγή στη προκρούστεια κλίνη σου !! Που μίσεψε το πέλαγος καράβια για μια Τροία της Ελένης ανιστόρητη χωρίς ασπίδες κ΄ ιαμβικές τραγωδίες !! Για μιαν αμαρτία θα φύγουμε μιας χαμένης ερωτικής ατλαντίδας που αναδύεται στην άπειρη αίσθηση του βυθού Για μιαν αμαρτία θα φύγουμε μιας παραπόντιας μέθης που δε μεστώσαμε τ΄άλικο σταφυλλόγερμα στ΄αμέθυστο φίλημα των άστρων !! και της ψυχής μας το φέγγος πάνω στα γυμνόστηθα κάλλη της επίγειας οπτασίας μας !! Για μιαν αμαρτία θα φύγουμε για μιαν ακόλαστη ψυχή του ερέβους !! ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ . art : Antonio Canova "Helen" Παππού αγαπημένε, πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα στο Τολέδο κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Κρητικός στη γειτονιά σου και σηκώθηκες από το μνήμα σου, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες? Μια αστραπή? Τρεις αιώνες ? Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα? Πέρασε από τότε μια ζωή, όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια, πόσες φορές τα’αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει να σπάσει! Ας σπάσει! Φώναζα με είχες, μαθές, προστάξει, παππού, να διαλέξω, διάλεξα.
Νίκησα? Νικήθηκα? Τούτο μονάχα ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκουμαι όρθιος. Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος, έκαμα ο,τι μπόρεσα, παππού περισσότερο, καθώς μου παράγγειλες, απ’ότι μπόρεσα, να μη σε ντροπιάσω κι έρχουμαι τώρα πια τέλεψε η μάχη να ξαπλώσω δίπλα σου, να γίνω χώμα δίπλα σου, να περιμένουμε μαζί κι οι δυο τη Δευτέρα Παρουσία. Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου, Παππού, καλώς σε βρήκα! . . ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Απόσπασμα από το βιβλίο, «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Καζαντζάκη . photo:Patrizia Paradiso Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη, την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς, φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη· όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα, όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής μύρον η απαγοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια -- μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις; ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια; . ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Κι εκεί που ξόδευα χρόνο
προσμένοντας με σιγουριά, στάθηκε ο χρόνος ασυγκίνητος στο ξόδεμά μου… Φωνή που αρθρώνει λόγο ατελή και τέλος άλογο που σαρκώνει λέξεις… Κράτησα τα μικρά που αξία έχουν κι ευθέως αναφέρονται στην αδύναμη ψυχή μου. Τα μικρά που ιδανικά στηρίζουν της ταπεινής μου σάρκας την παλαίωση. Φύλαξα τα πολύτιμα, το ομολογώ. Γι’ αυτό, μην φοβηθείς για μένα σαν θ’ αρχίσει να σφυρίζει ο άνεμος. Ευθέως να μου πεις, όσα σου πήρα να στα δώσω πίσω. Μα μην τρομάξεις με ό,τι δεις, δικό σου απόκτημα το λίγο μου δική σου και η παλαίωσή μου. Άλλο ταξίδι εγώ δεν έκανα, παρά μονάχα μέσα στους ανθρώπους. Τώρα σιωπώ, καθώς κι οι άνθρωποι που αγάπησα σωπάσαν….. ………………………. ΙΩΑΝΝΑ ΚΡΑΝΙΤΗ [...] κι άφηνε
να αιωρείται οτι το μυστικό είναι κρυμμένο μέσα σε μια υπόσχεση, αφου η σωτηρία όλων μας είναι η μικρή μας ιδιωτική εξέγερση. -Και γιατί δεν έρχεσαι κάτω τόσους αιώνες για να ξανασταυρωθείς? Ρώταγα, Άλλως τι είναι μια ευκαιρία να επανορθώσεις πολλά ανεκπλήρωτα που ναυάγησαν στη σιωπή των άγνωστων και απαίσιων εγκλημάτων? Κι η απάντηση: -Δεν περισσεύει χώρος για μένα εκεί κάτω! Έτσι ξημέρωνε Εγω τότε Έγερνα το βλέμμα στους ουρανούς κι άρχιζα απότομα ν’αγαπάω τον κόσμο, να διαλογίζομαι με νεκρούς που περπάτησαν απ’τη γειτονιά, με στρατιώτες που διηγήθηκαν πολεμικά επεισόδια, με περαστικούς που γλύτωσαν απ’τον Κατακλυσμό, και με φίλους που γύρισαν από μια άλλη ζωή, δείχνοντας μου όλη την ασκήμια τους, σαν μια εξιλέωση για την τιποτένια συμπεριφορά τους. και μοίραζα την μοναξιά μου με το φεγγάρι που φώτιζε τη συμφωνία των άστρων, κι αυτή η πανδαισία των χρωμάτων τ’ουρανού ξεχείλιζε […] . ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ – απόσπασμα, «Οδός Λαμίας, συνοικία χωρίς όνειρο», σελ.33, εκδόσεις Βαρβάκη Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου… Δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου παρά μόνο την έγνοια αν ολάκερη έχεις δοθεί… Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου τότε που μου χαμογελούσες… Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου αγαπημένη μου… Μα και τι να πει κανείς… Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.. Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου έζησα όλη τη ζωή… Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα και τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας… Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη… Να το φωνάξω τόσο δυνατά που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο, καμιά ελπίδα να μη πεθάνει… Θε μου πόσο ήταν όμορφη σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω… Μισώ τα μάτια μου, που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου.. Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό, που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά, α, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ για να σε συναντήσω γι αυτό έγινε ο κόσμος… Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο.. Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί… Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου, εσύ θα ξέρεις, πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια του φιλιού, που ονειρευότανε για σένα… Ποδοπάτησε με, να έχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’αγγίζεις… . ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ |
Archives
March 2024
Categories
All
|