η μελωδια τησ ψυχησ |
[...]
Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ’ ασημένια χέρια που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους. Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική. Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια. Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά. .... . . ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Ξεχαστήκαμε στα γαλανά πέλαγα, Ανοίγοντας ρότα για το ποθητό, Χωρίς να προσμένουμε να ηχήσουν Οι γλυκόλαλες καμπάνες του Όρθρου, Παλεύοντας με όρτσα τα πανιά, Του φθινοπώρου ερχομό που με φοβίζει. Στο γρανιτένιο βράχο βρήκα απάγκιο, συντροφιά με τα κοχύλια που σύναξα Και το κύμα έφερνε τραγούδια του Πάνα, Με την κόκκινη προσδοκία του ήλιου, Τόξου χορδή με την ψυχή διάτρητη Καρτερώντας καλύτερες μέρες ναρθουν! Δεν πλησίασα άλλο την θάλασσα πια, ήμουν θυμωμένος μαζί της στο χρόνο κι αποφάσισα να κατέβω κατάμονος, σε βαθιά σπηλιά να προστατευθώ απ’τον Κορωνοϊό, χωρίς να με χαϊδεύει το μυρωμένο αγέρι, για να ζήσω στη Σιωπή και το Έρεβος… Οι μέρες περνούν κι οι γογγυσμοί μεγαλώνουν. Ο λαός ανησυχεί και μουρμουρίζει, να μην εκτεθεί στα βέλη Αμαληκιτών, μετά την υπόσχεση να οδηγηθεί αναιμάκτως στη χώρα της Γης Χαναάν. Οι αρχηγοί επεμβαίνουν από το Όρος Σινά. Ο κόσμος αγρυπνεί και περιμένει πολύ Κι οι ατρόμητοι νιώθουν ότι ήρθε η ώρα, Να πάρουν την εξουσία και βαδίζουν αγέρωχοι, Μετά τη διγλωσσία και τα βλέμματα, Γεμάτα μίσος να καρτερούνε μια λέξη ελπίδας Κι όλα αναποδογυρίζονται και γονατίζουν…. . . ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΖΟΚΑΣ . Painting: Tetsis O CAPTAIN! my Captain! our fearful trip is done, The ship has weather'd every rack, the prize we sought is won, The port is near, the bells I hear, the people all exulting, While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring; But O heart! heart! heart! O the bleeding drops of red, Where on the deck my Captain lies, Fallen cold and dead. O Captain! my Captain! rise up and hear the bells; Rise up -for you the flag is flung -for you the bugle trills, For you bouquets and ribbon'd wreaths -for you the shores acrowding, For you they call, the swaying mass, their eager faces turning; Here Captain! dear father! This arm beneath your head! It is some dream that on the deck, You've fallen cold and dead. My Captain does not answer, his lips are pale and still, My father does not feel my arm, he has no pulse nor will, The ship is anchor'd safe and sound, its voyage closed and done, From fearful trip the victor ship comes in with object won; Exult O shores, and ring O bells! But I with mournful tread, Walk the deck my Captain lies, Fallen cold and dead. . . WALT WHITMAN |
Archives
March 2024
Categories
All
|