Μέσα απ’το τζάμι του αυτοκινήτου κοιτούσε την εναλλαγή του τοπίου.
Όλα συνθλίβονταν με την ταχύτητα που είχε επιλέξει να προσπερνά στιγμές, ανθρώπους, εποχές… Είχε συνηθίσει τόσο πολύ την ομοιότητα των ημερών που θα μπορούσε να οδηγεί με κλειστά τα μάτια . Στοιχημάτισε γι’αυτή την σκέψη με το φανάρι… Όμως προτού ολοκληρώσει την σκέψη του δυο φιγούρες του τράβηξαν την προσοχή. Δυο άντρες. Ο ένας καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι κι ο άλλος του άναβε τσιγάρο και αστειευόντουσαν. Ήταν στην ηλικία του… Με μιας ο νους του ταξίδεψε πίσω… στα σχολικά χρόνια στην γνωστή παρέα. Σε εκείνα τα φιλαράκια που έχασε στο σταυροδρόμι και στην βοή του χρόνου. Τώρα σαν εικόνα που καθαρίζει από την ομίχλη εβλεπε ξεκάθαρα τα δυο καμάρια του σχολείου, τον Βασίλη και τον Ανέστη …τους δυο πρωταθλητές Κωπηλασίας. Χάρηκε ! Ήθελε τοσο πολύ να τους μιλήσει! .Ήδη εβλεπε τον εαυτό του να σταματά στην άκρη του δρόμου αψηφώντας αν εχει διπλοπαρκάρει ή όχι . Έτρεχε να τους σφιχταγκαλιάσει … να ενώσει τις άκρες του χρόνου που κόπηκαν τότε τόσο ξαφνικά ...Σαν τον πεινασμένο οδοιπόρο να κάτσει κοντά τους και να χορτάσει την πείνα του… Όμως για αυτήν την θέλησή του, απόφαση πήρε για άλλη μια φορά το φανάρι … Χαμήλωσε τα μάτια στην επιθυμία, πάτησε το γκάζι και έφυγε με την συνήθεια … Ακροδάκρυ…, είχε συντροφιά την εικόνα … Κωνσταντία Φαγαδάκη Comments are closed.
|
Categories
All
|