η μελωδια τησ ψυχησ |
....
Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το χε φέρει, τ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ όποιον ήθελε. Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. ——————————————————-- “Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη; Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τ ακούσει κανείς.. είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού; Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι αγάπη!… Τα μωρά ξέρουν περσσότερα. Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει; Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάμματα, το ρίχνεις στο τραγούδι. Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα! Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις… Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα χεις φρικτά ασκημίσει. Αλήθεια… αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.” ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ painting by Herman Sandkuhl Πηγή: Cityportal Αυτά τα παιδιά
έφτιαχναν ήλιους με φλούδες από πορτοκάλι και αχτίδες με κεριά σβησμένα. Πάντα τους τοποθετούσαν στην άσφαλτο, με νύχτα να μοιάζει. Ήθελαν το φεγγάρι να πάψουν, άχρηστο τους φαινόταν και μόνο αστέρια κένταγαν με κλεμμένες καραμέλες. Κανένας δεν κατάλαβε τι μας μήναγε η ψυχή τους, γι’ αυτό και ο κόσμος άρχισε να μοιάζει όλο και περισσότερο στους ήλιους αυτών των παιδιών. ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ drawing by Konstantia Fagadaki ------------------- «φλούδες απο πορτοκάλι» εκδόσεις Λιοτρίβι Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι,
τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές, Περνούμε εμείς, έρχονται πίσω άλλοι κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές. Ξεπέσαμε -πουλιά αποπλανεμένα- στη γη. Κι αναρωτιόμαστε: "που πάμε;". Κι εκεί που άλλοι μισούνε -μάταιη έννοια- τις ομορφάδες της, περνώντας τραγουδάμε. Αδιόρθωτοι κι ανώφελοι νεφοπαρμένοι -κι ίσως για σε, αναγνώστη, να 'μαστε τρελοί- μας τυραννά στο διάβα μας η σκέψη: "τι απομένει;" κι ένα αναπάντητο κι ασίγαστο "γιατί;" Κι έτσι φεύγουμε εμείς. Μας ακολουθάνε άλλοι. Με άλλα τραγούδια τραγουδούν τις ομορφιές. Δεν είμαστε τρανοί, δεν είμαστε μεγάλοι. Μόνο περνούμε σαν φτωχοί τραγουδιστές. ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ απο την ποιητική συλλογή "τα ποιήματα " …
Και συνέχισα το ταξίδι μου ανάμεσα σαυτό το πλήθος, που ο ύπνος του ήταν ταραγμένος σαν μέσα σε μπορντέλο. Ένας ακαθόριστος θόρυβος πλανιόταν εκεί μέσα, από βραχνά ροχαλητά, στεναγμους, τριξίματα των παγκων εκείνων που πιασμένοι απ’το ένα πλευρό, δοκίμαζαν το άλλο. Και εκείνο το υπόκωφο ακομπανιαμέντο των χαλικιών που παρασύρει η θάλασσα. Κάθισα απέναντι σένα ζευγάρι . Ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, το παιδί είχε κουρνιάσει και κοιμόταν. Μα γύρισε στον ύπνο του, και στο φως της λάμπας είδα το προσωπο του. Α! Τι γλυκο προσωπάκι! Από εκείνο το ζευγάρι είχε βγει κατι σαν χρυσός καρπός. Από κείνα τα βαριά σκουτιά είχε βγει αυτό το επίτευγμα της γοητείας και της χάρης. Εσκυψα πάνω σ’αυτό το απαλό μέτωπο, σ’αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: Να ένα πρόσωπο μουσουργού, να ο Μότσαρτ όταν ήταν παιδί, να μια ωραία υπόσχεση ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν είχαν καμιά διαφορά απ’αυτό : προστατευμένο, χαϊδεμένο, καλλιεργημένο, και τι δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν στους κήπους γεννιέται από διασταύρωση, ένα καινούργιο ρόδο, όλοι οι κηπουροί συγκινουνται. Το απομονώνουν, το καλλιεργουν, το προσέχουν και το περιποιούνται. Μα δεν υπάρχουν κηπουροί για τους ανθρώπους. Το παιδί Μότσαρτ θα σημαδευτεί, όπως και τ’αλλα, απ’το καλούπι. Ο Μότσαρτ θα βρει τις μεγαλύτερες του χαρές σε μια σάπια μουσική, μέσα στη βρόμα των καφωδείων. Ο Μότσαρτ είναι καταδικασμένος. Και να ξαναγύρισα στο βαγόνι μου. Ελεγα μέσα μου:Αυτοί οι άνθρωποι δεν υποφέρουν διόλου από την τύχη τους. Και δεν είναι καθόλου η φιλευσπλαχνία που με ταράζει. Δεν πρόκειται εδώ να συγκινηθούμε για μια πληγή αιώνια ανοιχτή. Εκείνοι που την έχουν δεν την αισθάνονται. Είναι κάτι σαν το ανθρώπινο είδος που πληγώνεται εδώ, και όχι το άτομο. Δεν πιστεύω στην συμπόνοια. Εκείνο που με βασανίζει δεν είναι αυτή η δυστυχία, στην οποία στο κάτω κάτω βολεύεσαι, όπως και στην τεμπελιά. Γενιές ολόκληρες στην Ανατολή ζουν μέσα στη λάσπη και το ευχαριστιούνται. Αυτό που με βασανίζει δε θεραπεύεται με τις σούπες των λαικων συσσιτίων Αυτό που με βασανίζει δεν είναι ούτε αυτές οι καμπούρες ούτε οι ασχήμιες. Είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μες στον καθενα απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Μονάχα το Πνεύμα όταν πνέει πάνω στη λάσπη μπορεί να δημιουργήσει τον Άνθρωπο. ΑΝΤΟΥΑΝ ΝΤΕ ΣΕΝΤ - ΕΞΙΠΕΡΥ (Antoine de saint-Exupery) «γη των ανθρώπων» (απόσπασμα) Χρυσάνθεμο του φθινοπώρου,
Βυθίζεσαι στη ματιά των ανθρώπων, σαν ανθισμένος κάλυκας τα χείλη σου, που ρουφάς και σπουδάζεις τις λέξεις, για να σαλπίσουν ειρήνη, να ξεδιπλώσουν την καρδιά τους, να θερμάνουν την ψυχή τους κι απ΄ την λήκυθο να δώσουν αγάπη, για να ψάλλουν μαζί σου το ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ στην Πλάση!... ΛΕΥΤΕΡΗΣ B. ΤΖΟΚΑΣ *biblionet Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν χιλιάδες χλωμές προσωπίδες. Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες… ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ * Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη. Είμαι ζογκλέρ
είμαι θαυματοποιός με λένε Estrella ετών : 0 Παίζω με τ ' αστέρια εδω παπάς εκει παπάς τα χαρίζω στους άστεγους με κονσέρβες φεγγαριού να βλέπουν τις αφύλακτες διαβάσεις Ξέρω αριθμητική πετώ τον χρόνο ψηλά, πυροβολώ το γινόμενο σου χαρίζω σε κλάσματα την αιωνιότητα Με δυσκολεύουν τα συναισθήματα Ζόρικο κόλπο Γενικά δεν κατέχω ειδικά τα δικά σου Είμαι θαυματοποιός Με κοιτάνε παιδιά κρύβω άδεια πιάτα κι απ το μανίκι βγάζω ζαχαρωτά κι άσπρο ψωμί Καταπίνω γλόμπους και υποφέρω που φεγγοβολάει η ερημία εντός μου Ελα στη σκηνή κι εσύ Ο έρωτας και η ζωή θέλουν δύο Εγω να προσπαθώ κι εσύ να θέλεις ! ΡΟΥΛΑ ΡΩΜΑΝΟΥ Σε βλέπω στην οθόνη
αγγίζω τη μορφή σου με τα ακροδάχτυλα Led λάμπες , νέον και το πλήκτρο διαγραφής βγάζει καπνό για υπαναχώρηση ή επικείμενη λιποθυμία Πάνω σου σχηματίζω ποίημα ακουμπώ το μυαλό σου και το σύρω στη καρδιά -- Μετάγγιση συναισθημάτων το λένε ! Χαράζω με το νύχι το στέρνο σου σαν πίδακας πετάγεται το κόκκινο αίμα μέσα του κάνουν παρέλαση λευκά περιστέρια Ράβω τη τομή με χιόνι να λιώνει το χαράκωμα να μπαινοβγαίνει η ψυχή στο άσυλο των ανίατων ερώτων -- Τομή πάθους το λένε ! Οι φλέβες σου συναντούν τη θάλασσα και γυρνούν πίσω γεμάτες ναυάγια Ίπτασαι ! --- Εξωσωματική εμπειρία το λένε ! Αγγίζω τα μάτια σου και κοιμάσαι μη μου αφηγηθείς τη ζωή σου μόνο πες μου Τι αγγίζεις οταν είμαι απούσα απ τη ζωή σου ; Γονατίζω μπροστά σου ρίψασπις --Μυσταγωγία παράδοσης το λένε Τι άλλο να σου γράψω ; Εγω .... Εγγυώμαι την Αιωνιότητα μοιρασμένη σε εμβάσματα αναμνηστικών δόσεων Όπως η θάλασσα ερωτεύεται τον Άνθρωπο και τον πνίγει με μεγάλα κύματα σε δόσεις Εσυ όμως κουνήσου , δύει ο ήλιος μέσα μας ! Δεν στέκεσαι σούζα στον ακαριαίο έρωτα Παρά μόνο στον θάνατο ! ΡΟΥΛΑ ΡΩΜΑΝΟΥ Μακρινές μου επιθυμίες, σαν τα χελιδόνια φεύγετε κι επιστρέφετε ξανά σε φωλιές γκρεμισμένες. Ξέρετε, οι άνθρωποι ξεσκονίζουν τις αναμνήσεις, βάφουν με ώχρα τους τοίχους για να ξεχνάνε τις οδύνες, κατεδαφίζουν τις ενοχές, εξοστρακίζουν τη ζωή τους. Για εσάς, τις απόμακρες επιθυμίες, χτίζω στέρεο ουρανό για να μη μένουν ορφανές οι επιστροφές σας. Η καρδιά, μαγικό βιολί, σας καλεί στα σύρματα των ανεξερεύνητων ορίων. Έχω ανάγκη το αντάμωμα του αποχωρισμού, λευκό και μαύρο μαύρο και λευκό, γιατί θέλω να ξαναγυρίσετε. ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ --------- Mes désirs lointains, Vous partez comme comme les hirondelles Et vous retournez de nouneau aux nids abîmés. Vous savez, les gens dépoussièrent les mémoires, peignent les murs d’ ocre pour oublier les douleurs, démolissent les culpabilités, excommunient leur vie. C’est pour vous, désirs lointains, que Je construis un ciel solide pour que vos retours ne restent pas orphelins. Le cœur, violon magique, vous appelle aux fils de limites inexplorées. J'ai besoin de la rencontre de la séparation, blanc et noir noir et blanc, car je souhaite votre retour KOSTAS VASSILAKOS ------------------- "Πιασμένοι απο το χέρι - MAIN DANS LA MAIN" μτφ. Παρασκευή Μόλαρη εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ Ι Σχίζω τις φλέβες μου και ρέει ο πόθος σου στο χρώμα της θλίψης. ΙΙ Οι λέξεις δεν είναι πουλιά. Είναι λεπίδες καλά ακονισμένες, αγαπημένε μου, όπως κι οι αβάσταχτες σιωπές σου. Μπήγονται βαθιά στη σάρκα. ΙΙΙ Νύχτες πανσέληνες, πληγές ολόγιομες που στάζουν αίμα. ΙV Ρήμα γυμνό λιποθυμώ στην κοίτη του κορμιού σου. V Έθαψα ουρανό στο χώμα το αμίλητο το χρόνο σέρνοντας άδειο κέλυφος. VI Απούσα εντός μου στο σχήμα σου εσαεί θα χύνομαι. VII Ερωτεύτηκα σφόδρα μια ανελέητη σιωπή. Και εξέπνευσα στα σπλάχνα της. VIII Εγώ Δεν είμαι Πια. . . ΙΩΑΝΝΑ ΜΟΥΣΕΛΙΜΙΔΟΥ |
Archives
May 2024
Categories
All
|